καταδίωξη — η 1.η ενέργεια του καταδιώκω, η από κοντά παρακολούθηση κάποιου για σύλληψη: Η καταδίωξη του κλέφτη διάρκεσε λίγα λεπτά. 2. ειδική αστυνομική υπηρεσία για σύλληψη κακοποιών: Ανήκει στην υπηρεσία καταδίωξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδιώξῃ — καταδιώκω follow hard upon aor subj mid 2nd sg καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd sg καταδιώκω follow hard upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπαδοκυνήγι — Καταδίωξη ή διωγμός ιερέων. Ο όρος καθιερώθηκε στην Κρήτη, στα χρόνια της ενετοκρατίας, εξαιτίας διατάγματος του αρμοστή Μαρίνου Γριμάνη, που απαγόρευε σε διάφορους οικισμούς να έχουν πολλούς ιερείς, σε μερικούς μάλιστα καταργήθηκαν τελείως οι… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
καταδιωκτικός — ή, ό (Α καταδιωκτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδίωξη ή στον οποίο έχει ανατεθεί καταδίωξη («καταδιωκτικό απόσπασμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το καταδιωκτικό στρατιωτικό αεροπλάνο ή ταχύπλοο σκάφος προορισμένο για καταδίωξη αρχ … Dictionary of Greek
κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… … Dictionary of Greek
διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι … Dictionary of Greek
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
παγάνα — και παγανιά, η (Μ παγάνα) ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων που ανιχνεύονται από διάφορα σημεία και διώχνονται προς το μέρος τών κυνηγών με φωνές και θορύβους νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων που μετέχουν σε αυτήν την ανίχνευση και καταδίωξη τών θηραμάτων… … Dictionary of Greek
παλίωξις — παλίωξις, ἡ (Α) η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»] … Dictionary of Greek