καταδίωξη

καταδίωξη
η [καταδιώκω]
1. συνεχής και επίμονη κίνηση εναντίον άψυχου ή ζωντανού κινούμενου στόχου με σκοπό την καταστροφή ή την αιχμαλωσία του («τα αεροπλάνα μας συνέχισαν την καταδίωξη τών εχθρικών αεροπλάνων»)
2. παρακολούθηση για σύλληψη ή φόνο («καταδίωξη κακοποιών»)
3. επιδίωξη βλάβης κάποιου
4. (νομ.) ποινική δίωξη
5. στρ. η τελευταία φάση νικηφόρου μάχης, κατά την οποία ο νικημένος αντίπαλος υποχωρεί κανονικά ή έχει τραπεί σε φυγή και ο νικητής τόν καταδιώκει με σκοπό να εμποδίσει την ανασύνταξή του και αν είναι δυνατόν να επιτύχει την αιχμαλωσία ή τη διάλυσή του
6. φρ. ιατρ. «μανία καταδιώξεως» — η έμμονη ιδέα που κατέχει κάποιον ότι όλοι τόν επιβουλεύονται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταδίωξη — η 1.η ενέργεια του καταδιώκω, η από κοντά παρακολούθηση κάποιου για σύλληψη: Η καταδίωξη του κλέφτη διάρκεσε λίγα λεπτά. 2. ειδική αστυνομική υπηρεσία για σύλληψη κακοποιών: Ανήκει στην υπηρεσία καταδίωξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδιώξῃ — καταδιώκω follow hard upon aor subj mid 2nd sg καταδιώκω follow hard upon aor subj act 3rd sg καταδιώκω follow hard upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπαδοκυνήγι — Καταδίωξη ή διωγμός ιερέων. Ο όρος καθιερώθηκε στην Κρήτη, στα χρόνια της ενετοκρατίας, εξαιτίας διατάγματος του αρμοστή Μαρίνου Γριμάνη, που απαγόρευε σε διάφορους οικισμούς να έχουν πολλούς ιερείς, σε μερικούς μάλιστα καταργήθηκαν τελείως οι… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • καταδιωκτικός — ή, ό (Α καταδιωκτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδίωξη ή στον οποίο έχει ανατεθεί καταδίωξη («καταδιωκτικό απόσπασμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το καταδιωκτικό στρατιωτικό αεροπλάνο ή ταχύπλοο σκάφος προορισμένο για καταδίωξη αρχ …   Dictionary of Greek

  • κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • παγάνα — και παγανιά, η (Μ παγάνα) ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων που ανιχνεύονται από διάφορα σημεία και διώχνονται προς το μέρος τών κυνηγών με φωνές και θορύβους νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων που μετέχουν σε αυτήν την ανίχνευση και καταδίωξη τών θηραμάτων… …   Dictionary of Greek

  • παλίωξις — παλίωξις, ἡ (Α) η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”